κλητήριος

κλητήριος
-α, -ο
1. αυτός με τον οποίο καλείται κάποιος
2. φρ. (νομ.) «κλητήριο θέσπισμα» ή «κλητήριο επίκριμα» ή απλώς «κλητήριο» — το δικαστικό έγγραφο με το οποίο κλητεύεται ο κατηγορούμενος όταν παραπέμπεται με απευθείας κλήση, δηλαδή χωρίς βούλευμα, από τον εισαγγελέα ή τον δημόσιο κατήγορο στο ακροατήριο τού πλημμελειοδικείου ή τού πταισματοδικείου, για να δικαστεί για ορισμένη αξιόποινη πράξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλητήρ. Η λ. στο ουδέτερο γένος κλητήριον μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κλητήριος — α, ο 1. αυτός με τον οποίο καλείται κανείς. 2. «κλητήριο θέσπισμα» ή «κλητήριο επίκριμα», το έγγραφο με το οποίο καλείται κανείς να παρουσιαστεί ως κατηγορούμενος σε δικαστή ή ανακριτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”